Jump to content

διαφημιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from διαφημιστ(ής) (diafimist(ís)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.fi.mi.stiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧α‧φη‧μι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

διαφημιστικός (diafimistikósm (feminine διαφημιστική, neuter διαφημιστικό)

  1. advertising (attributive)

Declension

[edit]
Declension of διαφημιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαφημιστικός (diafimistikós) διαφημιστική (diafimistikí) διαφημιστικό (diafimistikó) διαφημιστικοί (diafimistikoí) διαφημιστικές (diafimistikés) διαφημιστικά (diafimistiká)
genitive διαφημιστικού (diafimistikoú) διαφημιστικής (diafimistikís) διαφημιστικού (diafimistikoú) διαφημιστικών (diafimistikón) διαφημιστικών (diafimistikón) διαφημιστικών (diafimistikón)
accusative διαφημιστικό (diafimistikó) διαφημιστική (diafimistikí) διαφημιστικό (diafimistikó) διαφημιστικούς (diafimistikoús) διαφημιστικές (diafimistikés) διαφημιστικά (diafimistiká)
vocative διαφημιστικέ (diafimistiké) διαφημιστική (diafimistikí) διαφημιστικό (diafimistikó) διαφημιστικοί (diafimistikoí) διαφημιστικές (diafimistikés) διαφημιστικά (diafimistiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ διαφημιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language