διαφημιστικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from διαφημιστ(ής) (diafimist(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]διαφημιστικός • (diafimistikós) m (feminine διαφημιστική, neuter διαφημιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαφημιστικός (diafimistikós) | διαφημιστική (diafimistikí) | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστικοί (diafimistikoí) | διαφημιστικές (diafimistikés) | διαφημιστικά (diafimistiká) | |
genitive | διαφημιστικού (diafimistikoú) | διαφημιστικής (diafimistikís) | διαφημιστικού (diafimistikoú) | διαφημιστικών (diafimistikón) | διαφημιστικών (diafimistikón) | διαφημιστικών (diafimistikón) | |
accusative | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστική (diafimistikí) | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστικούς (diafimistikoús) | διαφημιστικές (diafimistikés) | διαφημιστικά (diafimistiká) | |
vocative | διαφημιστικέ (diafimistiké) | διαφημιστική (diafimistikí) | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστικοί (diafimistikoí) | διαφημιστικές (diafimistikés) | διαφημιστικά (diafimistiká) |
Related terms
[edit]- διαφημίζω (diafimízo)
- διαφήμιση f (diafímisi)
- διαφημιστής m (diafimistís), διαφημίστρια f (diafimístria)
References
[edit]- ^ διαφημιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language