Learned borrowing from Koine Greek διασφαλίζομαι ( diasphalízomai ) , from which the active voice is back-formed as per ασφαλίζω ( asfalízo ) .[ 1] By surface analysis , δι- ( di- , from δια- ( dia- ) ) + ασφαλίζω ( asfalízo ) .
IPA (key ) : /ði.a.sfaˈli.zo/
Hyphenation: δι‧α‧σφα‧λί‧ζω
διασφαλίζω • (diasfalízo ) (past διασφάλισα , passive διασφαλίζομαι , p‑past διασφαλίστηκα , ppp διασφαλισμένος )
( transitive ) to secure , to safeguard ( to keep safe )
διασφαλίζω διασφαλίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
διασφαλίζω
διασφαλίσω
διασφαλίζομαι
διασφαλιστώ
2 sg
διασφαλίζεις
διασφαλίσεις
διασφαλίζεσαι
διασφαλιστείς
3 sg
διασφαλίζει
διασφαλίσει
διασφαλίζεται
διασφαλιστεί
1 pl
διασφαλίζουμε , [‑ομε ]
διασφαλίσουμε , [‑ομε ]
διασφαλιζόμαστε
διασφαλιστούμε
2 pl
διασφαλίζετε
διασφαλίσετε
διασφαλίζεστε , διασφαλιζόσαστε
διασφαλιστείτε
3 pl
διασφαλίζουν (ε )
διασφαλίσουν (ε )
διασφαλίζονται
διασφαλιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
διασφάλιζα
διασφάλισα
διασφαλιζόμουν (α )
διασφαλίστηκα
2 sg
διασφάλιζες
διασφάλισες
διασφαλιζόσουν (α )
διασφαλίστηκες
3 sg
διασφάλιζε
διασφάλισε
διασφαλιζόταν (ε )
διασφαλίστηκε
1 pl
διασφαλίζαμε
διασφαλίσαμε
διασφαλιζόμασταν , (‑όμαστε )
διασφαλιστήκαμε
2 pl
διασφαλίζατε
διασφαλίσατε
διασφαλιζόσασταν , (‑όσαστε )
διασφαλιστήκατε
3 pl
διασφάλιζαν , διασφαλίζαν (ε )
διασφάλισαν , διασφαλίσαν (ε )
διασφαλίζονταν , (διασφαλιζόντουσαν )
διασφαλίστηκαν , διασφαλιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα διασφαλίζω ➤
θα διασφαλίσω ➤
θα διασφαλίζομαι ➤
θα διασφαλιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα διασφαλίζεις , …
θα διασφαλίσεις , …
θα διασφαλίζεσαι , …
θα διασφαλιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … διασφαλίσει έχω, έχεις, … διασφαλισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … διασφαλιστεί είμαι , είσαι , … διασφαλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … διασφαλίσει είχα, είχες, … διασφαλισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … διασφαλιστεί ήμουν , ήσουν , … διασφαλισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … διασφαλίσει θα έχω, θα έχεις, … διασφαλισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … διασφαλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διασφαλισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
διασφάλιζε
διασφάλισε
—
διασφαλίσου
2 pl
διασφαλίζετε
διασφαλίστε
διασφαλίζεστε
διασφαλιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
διασφαλίζοντας ➤
διασφαλιζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας διασφαλίσει ➤
διασφαλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
διασφαλίσει
διασφαλιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.