Jump to content

διανυσματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διανυσματικός (dianysmatikósm (feminine διανυσματική, neuter διανυσματικό)

  1. vectorial, vectoral (less common)
    Synonym: (less common) ανυσματικός (anysmatikós)

Declension

[edit]
Declension of διανυσματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διανυσματικός (dianysmatikós) διανυσματική (dianysmatikí) διανυσματικό (dianysmatikó) διανυσματικοί (dianysmatikoí) διανυσματικές (dianysmatikés) διανυσματικά (dianysmatiká)
genitive διανυσματικού (dianysmatikoú) διανυσματικής (dianysmatikís) διανυσματικού (dianysmatikoú) διανυσματικών (dianysmatikón) διανυσματικών (dianysmatikón) διανυσματικών (dianysmatikón)
accusative διανυσματικό (dianysmatikó) διανυσματική (dianysmatikí) διανυσματικό (dianysmatikó) διανυσματικούς (dianysmatikoús) διανυσματικές (dianysmatikés) διανυσματικά (dianysmatiká)
vocative διανυσματικέ (dianysmatiké) διανυσματική (dianysmatikí) διανυσματικό (dianysmatikó) διανυσματικοί (dianysmatikoí) διανυσματικές (dianysmatikés) διανυσματικά (dianysmatiká)
[edit]

Further reading

[edit]