Jump to content

ανυσματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανυσματικός (anysmatikósm (feminine ανυσματική, neuter ανυσματικό)

  1. vectorial, vectoral (less common)
    Synonym: διανυσματικός (dianysmatikós)

Declension

[edit]
Declension of ανυσματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυσματικός (anysmatikós) ανυσματική (anysmatikí) ανυσματικό (anysmatikó) ανυσματικοί (anysmatikoí) ανυσματικές (anysmatikés) ανυσματικά (anysmatiká)
genitive ανυσματικού (anysmatikoú) ανυσματικής (anysmatikís) ανυσματικού (anysmatikoú) ανυσματικών (anysmatikón) ανυσματικών (anysmatikón) ανυσματικών (anysmatikón)
accusative ανυσματικό (anysmatikó) ανυσματική (anysmatikí) ανυσματικό (anysmatikó) ανυσματικούς (anysmatikoús) ανυσματικές (anysmatikés) ανυσματικά (anysmatiká)
vocative ανυσματικέ (anysmatiké) ανυσματική (anysmatikí) ανυσματικό (anysmatikó) ανυσματικοί (anysmatikoí) ανυσματικές (anysmatikés) ανυσματικά (anysmatiká)
[edit]

Further reading

[edit]