Jump to content

διαλυτός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

δῐᾰλῡ́ω (dialū́ō, loose one from another, part asunder) +‎ -τός (-tós, a suffix that creates verbal adjectives of possibility, either active or passive)

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

δῐᾰλῠτός (dialutósm (feminine δῐᾰλῠτή, neuter δῐᾰλῠτόν); first/second declension

  1. capable of dissolution
  2. destructible, perishable

Declension

[edit]

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
  • (antonym(s) of destructible, perishable): ἀΐδῐος (aḯdios)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

διαλυτός (dialytósm (feminine διαλυτή, neuter διαλυτό)

  1. soluble, dissolvable (of a solid in a solvent)

Declension

[edit]
Declension of διαλυτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλυτός (dialytós) διαλυτή (dialytí) διαλυτό (dialytó) διαλυτοί (dialytoí) διαλυτές (dialytés) διαλυτά (dialytá)
genitive διαλυτού (dialytoú) διαλυτής (dialytís) διαλυτού (dialytoú) διαλυτών (dialytón) διαλυτών (dialytón) διαλυτών (dialytón)
accusative διαλυτό (dialytó) διαλυτή (dialytí) διαλυτό (dialytó) διαλυτούς (dialytoús) διαλυτές (dialytés) διαλυτά (dialytá)
vocative διαλυτέ (dialyté) διαλυτή (dialytí) διαλυτό (dialytó) διαλυτοί (dialytoí) διαλυτές (dialytés) διαλυτά (dialytá)

Derived terms

[edit]