Jump to content

διαδηλώτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαδηλώτρια (diadilótriaf (plural διαδηλώτριες, masculine διαδηλωτής)

  1. (politics) demonstrator, protester

Declension

[edit]
Declension of διαδηλώτρια
singular plural
nominative διαδηλώτρια (diadilótria) διαδηλώτριες (diadilótries)
genitive διαδηλώτριας (diadilótrias) διαδηλωτριών (diadilotrión)
accusative διαδηλώτρια (diadilótria) διαδηλώτριες (diadilótries)
vocative διαδηλώτρια (diadilótria) διαδηλώτριες (diadilótries)
[edit]