διαδηλωτής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]διαδηλωτής • (diadilotís) m (plural διαδηλωτές, feminine διαδηλώτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαδηλωτής (diadilotís) | διαδηλωτές (diadilotés) |
genitive | διαδηλωτή (diadilotí) | διαδηλωτών (diadilotón) |
accusative | διαδηλωτή (diadilotí) | διαδηλωτές (diadilotés) |
vocative | διαδηλωτή (diadilotí) | διαδηλωτές (diadilotés) |
Related terms
[edit]- see: διαδηλώνω (diadilóno, “to demonstrate”)