γραμματοστοιχείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]γραμματο- (grammato-, “writing”) + στοιχείο (stoicheío, “type”)
Noun
[edit]γραμματοστοιχείο • (grammatostoicheío) n (plural γραμματοστοιχεία)
- (typography) font, fount
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραμματοστοιχείο (grammatostoicheío) | γραμματοστοιχεία (grammatostoicheía) |
genitive | γραμματοστοιχείου (grammatostoicheíou) | γραμματοστοιχείων (grammatostoicheíon) |
accusative | γραμματοστοιχείο (grammatostoicheío) | γραμματοστοιχεία (grammatostoicheía) |
vocative | γραμματοστοιχείο (grammatostoicheío) | γραμματοστοιχεία (grammatostoicheía) |
Synonyms
[edit]- γραμματοσειρά f (grammatoseirá)