Jump to content

γραμματοσειρά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γραμματοσειρά (grammatoseiráf (plural γραμματοσειρές)

  1. (typography) font, fount

Declension

[edit]
Declension of γραμματοσειρά
singular plural
nominative γραμματοσειρά (grammatoseirá) γραμματοσειρές (grammatoseirés)
genitive γραμματοσειράς (grammatoseirás) γραμματοσειρών (grammatoseirón)
accusative γραμματοσειρά (grammatoseirá) γραμματοσειρές (grammatoseirés)
vocative γραμματοσειρά (grammatoseirá) γραμματοσειρές (grammatoseirés)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]