Jump to content

γεμιστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek γεμιστός (gemistós), from Ancient Greek γεμίζω (gemízō).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝe.miˈstos/
  • Hyphenation: γε‧μι‧στός

Adjective

[edit]

γεμιστός (gemistósm (feminine γεμιστή, neuter γεμιστό)

  1. filled, full of
  2. (cooking) stuffed
    συνταγές για κοτόπουλο γεμιστό’’syntagés gia kotópoulo gemistó’’recipes for stuffed chicken
    τα γεμιστά μαγειρεύονται και με ρύζι μπασμάτιta gemistá mageirévontai kai me rýzi basmáti(vegetables) stuffed (dish) can also be cooked with Basmati rice
    and see: γεμιστά (gemistá) for specific recipe

Declension

[edit]
Declension of γεμιστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γεμιστός (gemistós) γεμιστή (gemistí) γεμιστό (gemistó) γεμιστοί (gemistoí) γεμιστές (gemistés) γεμιστά (gemistá)
genitive γεμιστού (gemistoú) γεμιστής (gemistís) γεμιστού (gemistoú) γεμιστών (gemistón) γεμιστών (gemistón) γεμιστών (gemistón)
accusative γεμιστό (gemistó) γεμιστή (gemistí) γεμιστό (gemistó) γεμιστούς (gemistoús) γεμιστές (gemistés) γεμιστά (gemistá)
vocative γεμιστέ (gemisté) γεμιστή (gemistí) γεμιστό (gemistó) γεμιστοί (gemistoí) γεμιστές (gemistés) γεμιστά (gemistá)

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]