γεμιστός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek γεμιστός (gemistós), from Ancient Greek γεμίζω (gemízō).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]γεμιστός • (gemistós) m (feminine γεμιστή, neuter γεμιστό)
- filled, full of
- (cooking) stuffed
- συνταγές για κοτόπουλο γεμιστό’’ ― syntagés gia kotópoulo gemistó’’ ― recipes for stuffed chicken
- τα γεμιστά μαγειρεύονται και με ρύζι μπασμάτι ― ta gemistá mageirévontai kai me rýzi basmáti ― (vegetables) stuffed (dish) can also be cooked with Basmati rice
- and see: γεμιστά (gemistá) for specific recipe
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γεμιστός (gemistós) | γεμιστή (gemistí) | γεμιστό (gemistó) | γεμιστοί (gemistoí) | γεμιστές (gemistés) | γεμιστά (gemistá) | |
genitive | γεμιστού (gemistoú) | γεμιστής (gemistís) | γεμιστού (gemistoú) | γεμιστών (gemistón) | γεμιστών (gemistón) | γεμιστών (gemistón) | |
accusative | γεμιστό (gemistó) | γεμιστή (gemistí) | γεμιστό (gemistó) | γεμιστούς (gemistoús) | γεμιστές (gemistés) | γεμιστά (gemistá) | |
vocative | γεμιστέ (gemisté) | γεμιστή (gemistí) | γεμιστό (gemistó) | γεμιστοί (gemistoí) | γεμιστές (gemistés) | γεμιστά (gemistá) |
Antonyms
[edit]Related terms
[edit]- γεμάτος (gemátos, “full”)
- γέμιση f (gémisi, “stuffing, filling”)
- γεμιστά n pl (gemistá, “stuffed vegetables”)
- Γεμιστός (Gemistós, “a surname”) as in Γεώργιος Γεμιστός, also known as Plethon
- and see: γεμίζω (gemízo, “fill”)
Further reading
[edit]- γεμιστός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language