Jump to content

βρεφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek βρεφικός (brephikós).[1] By surface analysis, βρέφος (vréfos) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vɾe.fiˈkos/
  • Hyphenation: βρε‧φι‧κός

Adjective

[edit]

βρεφικός (vrefikósm (feminine βρεφική, neuter βρεφικό)

  1. (relational) infant (attributive)

Declension

[edit]
Declension of βρεφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρεφικός (vrefikós) βρεφική (vrefikí) βρεφικό (vrefikó) βρεφικοί (vrefikoí) βρεφικές (vrefikés) βρεφικά (vrefiká)
genitive βρεφικού (vrefikoú) βρεφικής (vrefikís) βρεφικού (vrefikoú) βρεφικών (vrefikón) βρεφικών (vrefikón) βρεφικών (vrefikón)
accusative βρεφικό (vrefikó) βρεφική (vrefikí) βρεφικό (vrefikó) βρεφικούς (vrefikoús) βρεφικές (vrefikés) βρεφικά (vrefiká)
vocative βρεφικέ (vrefiké) βρεφική (vrefikí) βρεφικό (vrefikó) βρεφικοί (vrefikoí) βρεφικές (vrefikés) βρεφικά (vrefiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρεφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρεφικός, etc.)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ βρεφικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language