βορειοδυτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βορειοδυτικός (voreiodytikósm (feminine βορειοδυτική, neuter βορειοδυτικό)

  1. northwest, northwesterly, northwestwards, northwestern

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βορειοδυτικός (voreiodytikós) βορειοδυτική (voreiodytikí) βορειοδυτικό (voreiodytikó) βορειοδυτικοί (voreiodytikoí) βορειοδυτικές (voreiodytikés) βορειοδυτικά (voreiodytiká)
genitive βορειοδυτικού (voreiodytikoú) βορειοδυτικής (voreiodytikís) βορειοδυτικού (voreiodytikoú) βορειοδυτικών (voreiodytikón) βορειοδυτικών (voreiodytikón) βορειοδυτικών (voreiodytikón)
accusative βορειοδυτικό (voreiodytikó) βορειοδυτική (voreiodytikí) βορειοδυτικό (voreiodytikó) βορειοδυτικούς (voreiodytikoús) βορειοδυτικές (voreiodytikés) βορειοδυτικά (voreiodytiká)
vocative βορειοδυτικέ (voreiodytiké) βορειοδυτική (voreiodytikí) βορειοδυτικό (voreiodytikó) βορειοδυτικοί (voreiodytikoí) βορειοδυτικές (voreiodytikés) βορειοδυτικά (voreiodytiká)

Coordinate terms

[edit]