βορειοδυτική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]βορειοδυτική • (voreiodytikí)
- nominative feminine singular of βορειοδυτικός (voreiodytikós)
- accusative feminine singular of βορειοδυτικός (voreiodytikós)
- vocative feminine singular of βορειοδυτικός (voreiodytikós)