βορειοδυτικά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]βορειοδυτικά • (voreiodytiká) n pl
Declension
[edit] βορειοδυτικά
case \ number | plural |
---|---|
nominative | βορειοδυτικά • |
genitive | βορειοδυτικών • |
accusative | βορειοδυτικά • |
vocative | βορειοδυτικά • |
Coordinate terms
[edit]Adjective
[edit]βορειοδυτικά • (voreiodytiká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of βορειοδυτικός (voreiodytikós).
Adverb
[edit]βορειοδυτικά • (voreiodytiká)
Synonyms
[edit]- βορειοδυτικώς (voreiodytikós)