Jump to content

βαρύς

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Proto-Hellenic *gʷarus, from Proto-Indo-European *gʷréh₂us. Cognate to Sanskrit गुरु (gurú), Latin gravis.[1]

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

βᾰρῠ́ς (barúsm (feminine βᾰρεῖᾰ, neuter βᾰρύ); first/third declension

  1. heavy, weighty
    Antonyms: ἀβαρής (abarḗs), ἐλαφρός (elaphrós), κοῦφος (koûphos)
  2. heavy, burdensome, oppressive
  3. deep, hollow, loud (voice)
  4. grievous, troublesome, painful
  5. unwholesome
  6. hard, cruel
  7. strong, mighty

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: βαρύς (varýs)

References

[edit]
  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “βαρύς”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, pages 202-3

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek βαρύς (barús), from Proto-Hellenic *gʷarus, from Proto-Indo-European *gʷréh₂us.

Adjective

[edit]

βαρύς (varýsm (feminine βαριά or βαρεία, neuter βαρύ)

  1. heavy, weighty
  2. harsh, strong

Declension

[edit]
Declension of βαρύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαρύς (varýs) βαρεία (vareía) βαρύ (varý) βαρείς (vareís) βαρείες (vareíes) βαρέα (varéa)
genitive βαρέος (varéos)
βαρύ (varý)
βαρείας (vareías) βαρύ (varý)
βαρέος (varéos)
βαρέων (varéon) βαρειών (vareión) βαρέων (varéon)
accusative βαρύ (varý) βαρεία (vareía) βαρύ (varý) βαρείς (vareís) βαρείες (vareíes) βαρέα (varéa)
vocative βαρύ (varý) βαρεία (vareía) βαρύ (varý) βαρείς (vareís) βαρείες (vareíes) βαρέα (varéa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βαρύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βαρύς, etc.)

Declension of βαρύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαρύς (varýs) βαριά (variá) βαρύ (varý) βαριοί (varioí) βαριές (variés) βαριά (variá)
genitive βαριού (varioú)
βαρύ (varý)
βαριάς (variás) βαριού (varioú)
βαρύ (varý)
βαριών (varión) βαριών (varión) βαριών (varión)
accusative βαρύ (varý) βαριά (variá) βαρύ (varý) βαριούς (varioús) βαριές (variés) βαριά (variá)
vocative βαρύ (varý) βαριά (variá) βαρύ (varý) βαριοί (varioí) βαριές (variés) βαριά (variá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βαρύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βαρύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαρύτερος (varýteros) βαρύτερη (varýteri) βαρύτερο (varýtero) βαρύτεροι (varýteroi) βαρύτερες (varýteres) βαρύτερα (varýtera)
genitive βαρύτερου (varýterou) βαρύτερης (varýteris) βαρύτερου (varýterou) βαρύτερων (varýteron) βαρύτερων (varýteron) βαρύτερων (varýteron)
accusative βαρύτερο (varýtero) βαρύτερη (varýteri) βαρύτερο (varýtero) βαρύτερους (varýterous) βαρύτερες (varýteres) βαρύτερα (varýtera)
vocative βαρύτερε (varýtere) βαρύτερη (varýteri) βαρύτερο (varýtero) βαρύτεροι (varýteroi) βαρύτερες (varýteres) βαρύτερα (varýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βαρύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαρύτατος (varýtatos) βαρύτατη (varýtati) βαρύτατο (varýtato) βαρύτατοι (varýtatoi) βαρύτατες (varýtates) βαρύτατα (varýtata)
genitive βαρύτατου (varýtatou) βαρύτατης (varýtatis) βαρύτατου (varýtatou) βαρύτατων (varýtaton) βαρύτατων (varýtaton) βαρύτατων (varýtaton)
accusative βαρύτατο (varýtato) βαρύτατη (varýtati) βαρύτατο (varýtato) βαρύτατους (varýtatous) βαρύτατες (varýtates) βαρύτατα (varýtata)
vocative βαρύτατε (varýtate) βαρύτατη (varýtati) βαρύτατο (varýtato) βαρύτατοι (varýtatoi) βαρύτατες (varýtates) βαρύτατα (varýtata)
[edit]
  • and see: βάρος n (város, weight, mass)

Further reading

[edit]