ατελεύτητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ατελεύτητος • (ateléftitos) m (feminine ατελεύτητη, neuter ατελεύτητο)
- endless, never-ending
- Synonyms: ακατάπαυστος (akatápafstos), ατελείωτος (ateleíotos)
- Antonym: τετελεσμένος (tetelesménos)
Declension
[edit]Declension of ατελεύτητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατελεύτητος • | ατελεύτητη • | ατελεύτητο • | ατελεύτητοι • | ατελεύτητες • | ατελεύτητα • |
genitive | ατελεύτητου • | ατελεύτητης • | ατελεύτητου • | ατελεύτητων • | ατελεύτητων • | ατελεύτητων • |
accusative | ατελεύτητο • | ατελεύτητη • | ατελεύτητο • | ατελεύτητους • | ατελεύτητες • | ατελεύτητα • |
vocative | ατελεύτητε • | ατελεύτητη • | ατελεύτητο • | ατελεύτητοι • | ατελεύτητες • | ατελεύτητα • |
Further reading
[edit]- ατελεύτητος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ατελεύτητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language