Jump to content

ατελεύτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατελεύτητος (ateléftitosm (feminine ατελεύτητη, neuter ατελεύτητο)

  1. endless, never-ending
    Synonyms: ακατάπαυστος (akatápafstos), ατελείωτος (ateleíotos)
    Antonym: τετελεσμένος (tetelesménos)

Declension

[edit]
Declension of ατελεύτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατελεύτητος (ateléftitos) ατελεύτητη (ateléftiti) ατελεύτητο (ateléftito) ατελεύτητοι (ateléftitoi) ατελεύτητες (ateléftites) ατελεύτητα (ateléftita)
genitive ατελεύτητου (ateléftitou) ατελεύτητης (ateléftitis) ατελεύτητου (ateléftitou) ατελεύτητων (ateléftiton) ατελεύτητων (ateléftiton) ατελεύτητων (ateléftiton)
accusative ατελεύτητο (ateléftito) ατελεύτητη (ateléftiti) ατελεύτητο (ateléftito) ατελεύτητους (ateléftitous) ατελεύτητες (ateléftites) ατελεύτητα (ateléftita)
vocative ατελεύτητε (ateléftite) ατελεύτητη (ateléftiti) ατελεύτητο (ateléftito) ατελεύτητοι (ateléftitoi) ατελεύτητες (ateléftites) ατελεύτητα (ateléftita)

Further reading

[edit]