Jump to content

ασημότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ασημότητα (asimótitaf (countable and uncountable, plural ασημότητες)

  1. insignificance, obscurity
    Synonym: ασημαντότητα (asimantótita)

Declension

[edit]
Declension of ασημότητα
singular plural
nominative ασημότητα (asimótita) ασημότητες (asimótites)
genitive ασημότητας (asimótitas) ασημοτήτων (asimotíton)
accusative ασημότητα (asimótita) ασημότητες (asimótites)
vocative ασημότητα (asimótita) ασημότητες (asimótites)
[edit]

Further reading

[edit]