Jump to content

άσημος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄσημος

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.si.mos/
  • Hyphenation: ά‧ση‧μος

Adjective

[edit]

άσημος (ásimosm (feminine άσημη, neuter άσημο)

  1. not famous, not known
    Antonym: διάσημος (diásimos)
  2. (literal) unmarked
  3. (less common) humble, obscure, insignificant
    Synonym: ασήμαντος (asímantos)

Declension

[edit]
Declension of άσημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσημος (ásimos) άσημη (ásimi) άσημο (ásimo) άσημοι (ásimoi) άσημες (ásimes) άσημα (ásima)
genitive άσημου (ásimou) άσημης (ásimis) άσημου (ásimou) άσημων (ásimon) άσημων (ásimon) άσημων (ásimon)
accusative άσημο (ásimo) άσημη (ásimi) άσημο (ásimo) άσημους (ásimous) άσημες (ásimes) άσημα (ásima)
vocative άσημε (ásime) άσημη (ásimi) άσημο (ásimo) άσημοι (ásimoi) άσημες (ásimes) άσημα (ásima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσημος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]