άσημος
Appearance
See also: ἄσημος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άσημος • (ásimos) m (feminine άσημη, neuter άσημο)
- not famous, not known
- Antonym: διάσημος (diásimos)
- (literal) unmarked
- (less common) humble, obscure, insignificant
- Synonym: ασήμαντος (asímantos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άσημος (ásimos) | άσημη (ásimi) | άσημο (ásimo) | άσημοι (ásimoi) | άσημες (ásimes) | άσημα (ásima) | |
genitive | άσημου (ásimou) | άσημης (ásimis) | άσημου (ásimou) | άσημων (ásimon) | άσημων (ásimon) | άσημων (ásimon) | |
accusative | άσημο (ásimo) | άσημη (ásimi) | άσημο (ásimo) | άσημους (ásimous) | άσημες (ásimes) | άσημα (ásima) | |
vocative | άσημε (ásime) | άσημη (ásimi) | άσημο (ásimo) | άσημοι (ásimoi) | άσημες (ásimes) | άσημα (ásima) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσημος, etc.)
Related terms
[edit]- ασήμαντος (asímantos, “insignificant”, adjective)
- ασημαντότητα f (asimantótita, “insignificance”)
- ασημείωτος (asimeíotos, “not disfigured”, adjective)
- ασημότητα f (asimótita, “insignificance”)
Further reading
[edit]- άσημος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- άσημος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language