αρτιμελής
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρτιμελής • (artimelís) m (feminine αρτιμελής, neuter αρτιμελές)
- able-bodied, sound of limb
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρτιμελής (artimelís) | αρτιμελής (artimelís) | αρτιμελές (artimelés) | αρτιμελείς (artimeleís) | αρτιμελείς (artimeleís) | αρτιμελή (artimelí) | |
genitive | αρτιμελούς (artimeloús) αρτιμελή (artimelí) |
αρτιμελούς (artimeloús) | αρτιμελούς (artimeloús) | αρτιμελών (artimelón) | αρτιμελών (artimelón) | αρτιμελών (artimelón) | |
accusative | αρτιμελή (artimelí) | αρτιμελή (artimelí) | αρτιμελές (artimelés) | αρτιμελείς (artimeleís) | αρτιμελείς (artimeleís) | αρτιμελή (artimelí) | |
vocative | αρτιμελή (artimelí) αρτιμελής (artimelís) |
αρτιμελής (artimelís) | αρτιμελές (artimelés) | αρτιμελείς (artimeleís) | αρτιμελείς (artimeleís) | αρτιμελή (artimelí) |
Related terms
[edit]- αρτιμέλεια f (artiméleia, “fitness”)
- and see: άρτιος (ártios, “whole”, adjective)
Further reading
[edit]- αρτιμελής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language