Jump to content

αρτιμελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρτιμελής (artimelísm (feminine αρτιμελής, neuter αρτιμελές)

  1. able-bodied, sound of limb

Declension

[edit]
Declension of αρτιμελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρτιμελής (artimelís) αρτιμελής (artimelís) αρτιμελές (artimelés) αρτιμελείς (artimeleís) αρτιμελείς (artimeleís) αρτιμελή (artimelí)
genitive αρτιμελούς (artimeloús)
αρτιμελή (artimelí)
αρτιμελούς (artimeloús) αρτιμελούς (artimeloús) αρτιμελών (artimelón) αρτιμελών (artimelón) αρτιμελών (artimelón)
accusative αρτιμελή (artimelí) αρτιμελή (artimelí) αρτιμελές (artimelés) αρτιμελείς (artimeleís) αρτιμελείς (artimeleís) αρτιμελή (artimelí)
vocative αρτιμελή (artimelí)
αρτιμελής (artimelís)
αρτιμελής (artimelís) αρτιμελές (artimelés) αρτιμελείς (artimeleís) αρτιμελείς (artimeleís) αρτιμελή (artimelí)
[edit]

Further reading

[edit]