αρτιμέλεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτιμέλεια • (artiméleia) f (plural αρτιμέλειες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτιμέλεια (artiméleia) | αρτιμέλειες (artiméleies) |
genitive | αρτιμέλειας (artiméleias) | αρτιμελειών (artimeleión) |
accusative | αρτιμέλεια (artiméleia) | αρτιμέλειες (artiméleies) |
vocative | αρτιμέλεια (artiméleia) | αρτιμέλειες (artiméleies) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- αρτιμέλεια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρτιμέλεια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language