Jump to content

αρρυτίδωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αρρυτίδωτος (arrytídotosm (feminine αρρυτίδωτη, neuter αρρυτίδωτο)

  1. fresh (complexion)
  2. unwrinkled, unlined
    Synonym: αζάρωτος (azárotos)
    Antonym: ρυτιδωμένος (rytidoménos)

Declension

[edit]
Declension of αρρυτίδωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρρυτίδωτος (arrytídotos) αρρυτίδωτη (arrytídoti) αρρυτίδωτο (arrytídoto) αρρυτίδωτοι (arrytídotoi) αρρυτίδωτες (arrytídotes) αρρυτίδωτα (arrytídota)
genitive αρρυτίδωτου (arrytídotou) αρρυτίδωτης (arrytídotis) αρρυτίδωτου (arrytídotou) αρρυτίδωτων (arrytídoton) αρρυτίδωτων (arrytídoton) αρρυτίδωτων (arrytídoton)
accusative αρρυτίδωτο (arrytídoto) αρρυτίδωτη (arrytídoti) αρρυτίδωτο (arrytídoto) αρρυτίδωτους (arrytídotous) αρρυτίδωτες (arrytídotes) αρρυτίδωτα (arrytídota)
vocative αρρυτίδωτε (arrytídote) αρρυτίδωτη (arrytídoti) αρρυτίδωτο (arrytídoto) αρρυτίδωτοι (arrytídotoi) αρρυτίδωτες (arrytídotes) αρρυτίδωτα (arrytídota)
[edit]

Further reading

[edit]