Jump to content

αζάρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αζάρωτος (azárotosm (feminine αζάρωτη, neuter αζάρωτο)

  1. unwrinkled, wrinkle-free, smooth
    Synonym: αρρυτίδωτος (arrytídotos)
    Antonym: ρυτιδωμένος (rytidoménos)

Declension

[edit]
Declension of αζάρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζάρωτος (azárotos) αζάρωτη (azároti) αζάρωτο (azároto) αζάρωτοι (azárotoi) αζάρωτες (azárotes) αζάρωτα (azárota)
genitive αζάρωτου (azárotou) αζάρωτης (azárotis) αζάρωτου (azárotou) αζάρωτων (azároton) αζάρωτων (azároton) αζάρωτων (azároton)
accusative αζάρωτο (azároto) αζάρωτη (azároti) αζάρωτο (azároto) αζάρωτους (azárotous) αζάρωτες (azárotes) αζάρωτα (azárota)
vocative αζάρωτε (azárote) αζάρωτη (azároti) αζάρωτο (azároto) αζάρωτοι (azárotoi) αζάρωτες (azárotes) αζάρωτα (azárota)
[edit]