Jump to content

αρυτίδωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρυτίδωτος (arytídotosm (feminine αρυτίδωτη, neuter αρυτίδωτο)

  1. Alternative form of αρρυτίδωτος (arrytídotos)

Declension

[edit]
Declension of αρυτίδωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρυτίδωτος (arytídotos) αρυτίδωτη (arytídoti) αρυτίδωτο (arytídoto) αρυτίδωτοι (arytídotoi) αρυτίδωτες (arytídotes) αρυτίδωτα (arytídota)
genitive αρυτίδωτου (arytídotou) αρυτίδωτης (arytídotis) αρυτίδωτου (arytídotou) αρυτίδωτων (arytídoton) αρυτίδωτων (arytídoton) αρυτίδωτων (arytídoton)
accusative αρυτίδωτο (arytídoto) αρυτίδωτη (arytídoti) αρυτίδωτο (arytídoto) αρυτίδωτους (arytídotous) αρυτίδωτες (arytídotes) αρυτίδωτα (arytídota)
vocative αρυτίδωτε (arytídote) αρυτίδωτη (arytídoti) αρυτίδωτο (arytídoto) αρυτίδωτοι (arytídotoi) αρυτίδωτες (arytídotes) αρυτίδωτα (arytídota)