αρνησιπατρία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρνησιπατρία • (arnisipatría) f (plural αρνησιπατρίες, masculine αρνησίπατρις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρνησιπατρία (arnisipatría) | αρνησιπατρίες (arnisipatríes) |
genitive | αρνησιπατρίας (arnisipatrías) | αρνησιπατριών (arnisipatrión) |
accusative | αρνησιπατρία (arnisipatría) | αρνησιπατρίες (arnisipatríes) |
vocative | αρνησιπατρία (arnisipatría) | αρνησιπατρίες (arnisipatríes) |
Related terms
[edit]- see: άρνηση f (árnisi, “refusal”)
Further reading
[edit]- αρνησιπατρία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language