αρίφνητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek ἀρίφνητος (aríphnētos), from Byzantine Greek ἀναρίφνητος (anaríphnētos), from Ancient Greek ἀναρίθμητος (anaríthmētos, countless, innumerable, immeasurable) replacing consonant cluster [θm] with [fn] and the prefix ἀνα- (ana-) with ἀ- (a-).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈrif.ni.tos/
  • Hyphenation: α‧ρίφ‧νη‧τος
  • Old Hyphenation: α‧ρί‧φνη‧τος

Adjective

[edit]

αρίφνητος (arífnitosm (feminine αρίφνητη, neuter αρίφνητο)

  1. (literary) countless, innumerable
    Synonyms: αμέτρητος (amétritos), αναρίθμητος (anaríthmitos), ανυπολόγιστος (anypológistos), απροσμέτρητος (aprosmétritos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρίφνητος (arífnitos) αρίφνητη (arífniti) αρίφνητο (arífnito) αρίφνητοι (arífnitoi) αρίφνητες (arífnites) αρίφνητα (arífnita)
genitive αρίφνητου (arífnitou) αρίφνητης (arífnitis) αρίφνητου (arífnitou) αρίφνητων (arífniton) αρίφνητων (arífniton) αρίφνητων (arífniton)
accusative αρίφνητο (arífnito) αρίφνητη (arífniti) αρίφνητο (arífnito) αρίφνητους (arífnitous) αρίφνητες (arífnites) αρίφνητα (arífnita)
vocative αρίφνητε (arífnite) αρίφνητη (arífniti) αρίφνητο (arífnito) αρίφνητοι (arífnitoi) αρίφνητες (arífnites) αρίφνητα (arífnita)

References

[edit]
  1. ^ αρίφνητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]