Jump to content

αναρίθμητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναρίθμητος (anaríthmitosm (feminine αναρίθμητη, neuter αναρίθμητο)

  1. innumerable, countless
    Synonyms: αμέτρητος (amétritos), αρίφνητος (arífnitos)

Declension

[edit]
Declension of αναρίθμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναρίθμητος (anaríthmitos) αναρίθμητη (anaríthmiti) αναρίθμητο (anaríthmito) αναρίθμητοι (anaríthmitoi) αναρίθμητες (anaríthmites) αναρίθμητα (anaríthmita)
genitive αναρίθμητου (anaríthmitou) αναρίθμητης (anaríthmitis) αναρίθμητου (anaríthmitou) αναρίθμητων (anaríthmiton) αναρίθμητων (anaríthmiton) αναρίθμητων (anaríthmiton)
accusative αναρίθμητο (anaríthmito) αναρίθμητη (anaríthmiti) αναρίθμητο (anaríthmito) αναρίθμητους (anaríthmitous) αναρίθμητες (anaríthmites) αναρίθμητα (anaríthmita)
vocative αναρίθμητε (anaríthmite) αναρίθμητη (anaríthmiti) αναρίθμητο (anaríthmito) αναρίθμητοι (anaríthmitoi) αναρίθμητες (anaríthmites) αναρίθμητα (anaríthmita)
[edit]
  • compare with: άμετρος (ámetros, immeasurable, adjective)