Jump to content

άμετρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ά- (á-, not) +‎ μετρο (metro, measurement).

Adjective

[edit]

άμετρος (ámetrosm (feminine άμετρη, neuter άμετρο)

  1. unmeasured, immeasurable
  2. incalculable
  3. (by extension) excessive, countless

Declension

[edit]
Declension of άμετρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμετρος (ámetros) άμετρη (ámetri) άμετρο (ámetro) άμετροι (ámetroi) άμετρες (ámetres) άμετρα (ámetra)
genitive άμετρου (ámetrou) άμετρης (ámetris) άμετρου (ámetrou) άμετρων (ámetron) άμετρων (ámetron) άμετρων (ámetron)
accusative άμετρο (ámetro) άμετρη (ámetri) άμετρο (ámetro) άμετρους (ámetrous) άμετρες (ámetres) άμετρα (ámetra)
vocative άμετρε (ámetre) άμετρη (ámetri) άμετρο (ámetro) άμετροι (ámetroi) άμετρες (ámetres) άμετρα (ámetra)
[edit]