απροσμέτρητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απροσμέτρητος • (aprosmétritos) m (feminine απροσμέτρητη, neuter απροσμέτρητο)
- immeasurable, boundless, infinite
- Synonym: (immeasurable) ανυπολόγιστος (anypológistos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απροσμέτρητος (aprosmétritos) | απροσμέτρητη (aprosmétriti) | απροσμέτρητο (aprosmétrito) | απροσμέτρητοι (aprosmétritoi) | απροσμέτρητες (aprosmétrites) | απροσμέτρητα (aprosmétrita) | |
genitive | απροσμέτρητου (aprosmétritou) | απροσμέτρητης (aprosmétritis) | απροσμέτρητου (aprosmétritou) | απροσμέτρητων (aprosmétriton) | απροσμέτρητων (aprosmétriton) | απροσμέτρητων (aprosmétriton) | |
accusative | απροσμέτρητο (aprosmétrito) | απροσμέτρητη (aprosmétriti) | απροσμέτρητο (aprosmétrito) | απροσμέτρητους (aprosmétritous) | απροσμέτρητες (aprosmétrites) | απροσμέτρητα (aprosmétrita) | |
vocative | απροσμέτρητε (aprosmétrite) | απροσμέτρητη (aprosmétriti) | απροσμέτρητο (aprosmétrito) | απροσμέτρητοι (aprosmétritoi) | απροσμέτρητες (aprosmétrites) | απροσμέτρητα (aprosmétrita) |
Further reading
[edit]- απροσμέτρητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language