Jump to content

απών

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀπών

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek, the present participle ἀπών of the verb ἄπειμι "I am absent".

Adjective

[edit]

απών (apónm (feminine απούσα, neuter απόν)

  1. absent
    Antonym: παρών (parón)

Declension

[edit]
Declension of απών
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απών (apón) απούσα (apoúsa) απόν (apón) απόντες (apóntes) απούσες (apoúses) απόντα (apónta)
genitive απόντος (apóntos) απούσας (apoúsas)
απούσης (apoúsis)
απόντος (apóntos) απόντων (apónton) απουσών (apousón) απόντων (apónton)
accusative απόντα (apónta) απούσα (apoúsa) απόν (apón) απόντες (apóntes) απούσες (apoúses) απόντα (apónta)
vocative απών (apón) απούσα (apoúsa) απόν (apón) απόντες (apóntes) απούσες (apoúses) απόντα (apónta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απών, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απών, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

απών (apónm (plural απόντες, feminine απούσα)

  1. absentee

Declension

[edit]
Declension of απών
singular plural
nominative απών (apón) απόντες (apóntes)
genitive απόντος (apóntos) απόντων (apónton)
accusative απόντα (apónta) απόντες (apóntes)
vocative απών (apón) απόντες (apóntes)