απόπληκτος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απόπληχτος (apóplichtos)
Adjective
[edit]απόπληκτος • (apópliktos) m (feminine απόπληκτη, neuter απόπληκτο)
- apoplectic
- Synonym: αποπληκτικός (apopliktikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απόπληκτος (apópliktos) | απόπληκτη (apóplikti) | απόπληκτο (apóplikto) | απόπληκτοι (apópliktoi) | απόπληκτες (apópliktes) | απόπληκτα (apóplikta) | |
genitive | απόπληκτου (apópliktou) | απόπληκτης (apópliktis) | απόπληκτου (apópliktou) | απόπληκτων (apóplikton) | απόπληκτων (apóplikton) | απόπληκτων (apóplikton) | |
accusative | απόπληκτο (apóplikto) | απόπληκτη (apóplikti) | απόπληκτο (apóplikto) | απόπληκτους (apópliktous) | απόπληκτες (apópliktes) | απόπληκτα (apóplikta) | |
vocative | απόπληκτε (apóplikte) | απόπληκτη (apóplikti) | απόπληκτο (apóplikto) | απόπληκτοι (apópliktoi) | απόπληκτες (apópliktes) | απόπληκτα (apóplikta) |
Related terms
[edit]- see: αποπληξία f (apoplixía, “apoplexy”)
Further reading
[edit]- απόπληκτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language