αποπληκτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀποπληκτικός (apoplēktikós).
Adjective
[edit]αποπληκτικός • (apopliktikós) m (feminine αποπληκτική, neuter αποπληκτικό)
- apoplectic
- Synonym: απόπληκτος (apópliktos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπληκτικός (apopliktikós) | αποπληκτική (apopliktikí) | αποπληκτικό (apopliktikó) | αποπληκτικοί (apopliktikoí) | αποπληκτικές (apopliktikés) | αποπληκτικά (apopliktiká) | |
genitive | αποπληκτικού (apopliktikoú) | αποπληκτικής (apopliktikís) | αποπληκτικού (apopliktikoú) | αποπληκτικών (apopliktikón) | αποπληκτικών (apopliktikón) | αποπληκτικών (apopliktikón) | |
accusative | αποπληκτικό (apopliktikó) | αποπληκτική (apopliktikí) | αποπληκτικό (apopliktikó) | αποπληκτικούς (apopliktikoús) | αποπληκτικές (apopliktikés) | αποπληκτικά (apopliktiká) | |
vocative | αποπληκτικέ (apopliktiké) | αποπληκτική (apopliktikí) | αποπληκτικό (apopliktikó) | αποπληκτικοί (apopliktikoí) | αποπληκτικές (apopliktikés) | αποπληκτικά (apopliktiká) |
Related terms
[edit]- see: αποπληξία f (apoplixía, “apoplexy”)