Jump to content

απόπληχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόπληχτος (apóplichtosm (feminine απόπληχτη, neuter απόπληχτο)

  1. Alternative form of απόπληκτος (apópliktos)

Declension

[edit]
Declension of απόπληχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόπληχτος (apóplichtos) απόπληχτη (apóplichti) απόπληχτο (apóplichto) απόπληχτοι (apóplichtoi) απόπληχτες (apóplichtes) απόπληχτα (apóplichta)
genitive απόπληχτου (apóplichtou) απόπληχτης (apóplichtis) απόπληχτου (apóplichtou) απόπληχτων (apóplichton) απόπληχτων (apóplichton) απόπληχτων (apóplichton)
accusative απόπληχτο (apóplichto) απόπληχτη (apóplichti) απόπληχτο (apóplichto) απόπληχτους (apóplichtous) απόπληχτες (apóplichtes) απόπληχτα (apóplichta)
vocative απόπληχτε (apóplichte) απόπληχτη (apóplichti) απόπληχτο (apóplichto) απόπληχτοι (apóplichtoi) απόπληχτες (apóplichtes) απόπληχτα (apóplichta)