From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.po.ta.miˈe.vo/
Hyphenation: α‧πο‧τα‧μι‧εύω
αποταμιεύω • (apotamiévo ) (past αποταμίευσα , passive αποταμιεύομαι )
( finance ) to save , save up
to reserve , put to one side
Synonym: αποθηκεύω ( apothikévo )
αποταμιεύω αποταμιεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποταμιεύω
αποταμιεύσω
αποταμιεύομαι
αποταμιευτώ , αποταμιευθώ
2 sg
αποταμιεύεις
αποταμιεύσεις
αποταμιεύεσαι
αποταμιευτείς , αποταμιευθείς
3 sg
αποταμιεύει
αποταμιεύσει
αποταμιεύεται
αποταμιευτεί , αποταμιευθεί
1 pl
αποταμιεύουμε , [‑ομε ]
αποταμιεύσουμε , [‑ομε ]
αποταμιευόμαστε
αποταμιευτούμε , αποταμιευθούμε
2 pl
αποταμιεύετε
αποταμιεύσετε
αποταμιεύεστε , αποταμιευόσαστε
αποταμιευτείτε , αποταμιευθείτε
3 pl
αποταμιεύουν (ε )
αποταμιεύσουν (ε )
αποταμιεύονται
αποταμιευτούν (ε ), αποταμιευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποταμίευα
αποταμίευσα
αποταμιευόμουν (α )
αποταμιεύτηκα , αποταμιεύθηκα
2 sg
αποταμίευες
αποταμίευσες
αποταμιευόσουν (α )
αποταμιεύτηκες , αποταμιεύθηκες
3 sg
αποταμίευε
αποταμίευσε
αποταμιευόταν (ε )
αποταμιεύτηκε , αποταμιεύθηκε
1 pl
αποταμιεύαμε
αποταμιεύσαμε
αποταμιευόμασταν , (‑όμαστε )
αποταμιευτήκαμε , αποταμιευθήκαμε
2 pl
αποταμιεύατε
αποταμιεύσατε
αποταμιευόσασταν , (‑όσαστε )
αποταμιευτήκατε , αποταμιευθήκατε
3 pl
αποταμίευαν , αποταμιεύαν (ε )
αποταμίευσαν , αποταμιεύσαν (ε )
αποταμιεύονταν , (αποταμιευόντουσαν )
αποταμιεύτηκαν , αποταμιευτήκαν (ε ), αποταμιεύθηκαν , αποταμιευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποταμιεύω ➤
θα αποταμιεύσω ➤
θα αποταμιεύομαι ➤
θα αποταμιευτώ / αποταμιευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποταμιεύεις , …
θα αποταμιεύσεις , …
θα αποταμιεύεσαι , …
θα αποταμιευτείς / αποταμιευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποταμιεύσει έχω, έχεις, … αποταμιευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί είμαι , είσαι , … αποταμιευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποταμιεύσει είχα, είχες, … αποταμιευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί ήμουν , ήσουν , … αποταμιευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποταμιεύσει θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποταμιευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποταμίευε
αποταμίευσε
—
αποταμιεύσου
2 pl
αποταμιεύετε
αποταμιεύστε
αποταμιεύεστε
αποταμιευτείτε , αποταμιευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποταμιεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποταμιεύσει ➤
αποταμιευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποταμιεύσει
αποταμιευτεί , αποταμιευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.