αποταμιευτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποταμιευτικός • (apotamieftikós) m (feminine αποταμιευτική, neuter αποταμιευτικό)
- (relating to) saving, savings
- αποταμιευτικός λογαριασμός ― apotamieftikós logariasmós ― savings account
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποταμιευτικός (apotamieftikós) | αποταμιευτική (apotamieftikí) | αποταμιευτικό (apotamieftikó) | αποταμιευτικοί (apotamieftikoí) | αποταμιευτικές (apotamieftikés) | αποταμιευτικά (apotamieftiká) | |
genitive | αποταμιευτικού (apotamieftikoú) | αποταμιευτικής (apotamieftikís) | αποταμιευτικού (apotamieftikoú) | αποταμιευτικών (apotamieftikón) | αποταμιευτικών (apotamieftikón) | αποταμιευτικών (apotamieftikón) | |
accusative | αποταμιευτικό (apotamieftikó) | αποταμιευτική (apotamieftikí) | αποταμιευτικό (apotamieftikó) | αποταμιευτικούς (apotamieftikoús) | αποταμιευτικές (apotamieftikés) | αποταμιευτικά (apotamieftiká) | |
vocative | αποταμιευτικέ (apotamieftiké) | αποταμιευτική (apotamieftikí) | αποταμιευτικό (apotamieftikó) | αποταμιευτικοί (apotamieftikoí) | αποταμιευτικές (apotamieftikés) | αποταμιευτικά (apotamieftiká) |
Related terms
[edit]- see: αποταμιεύω (apotamiévo, “to save, to save up”)
Further reading
[edit]- αποταμιευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language