Jump to content

αποταμιευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποταμιευτικός (apotamieftikósm (feminine αποταμιευτική, neuter αποταμιευτικό)

  1. (relating to) saving, savings
    αποταμιευτικός λογαριασμόςapotamieftikós logariasmóssavings account

Declension

[edit]
Declension of αποταμιευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποταμιευτικός (apotamieftikós) αποταμιευτική (apotamieftikí) αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτικοί (apotamieftikoí) αποταμιευτικές (apotamieftikés) αποταμιευτικά (apotamieftiká)
genitive αποταμιευτικού (apotamieftikoú) αποταμιευτικής (apotamieftikís) αποταμιευτικού (apotamieftikoú) αποταμιευτικών (apotamieftikón) αποταμιευτικών (apotamieftikón) αποταμιευτικών (apotamieftikón)
accusative αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτική (apotamieftikí) αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτικούς (apotamieftikoús) αποταμιευτικές (apotamieftikés) αποταμιευτικά (apotamieftiká)
vocative αποταμιευτικέ (apotamieftiké) αποταμιευτική (apotamieftikí) αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτικοί (apotamieftikoí) αποταμιευτικές (apotamieftikés) αποταμιευτικά (apotamieftiká)
[edit]

Further reading

[edit]