Jump to content

αποταμιεύτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποταμιεύτρια (apotamiéftriaf (plural αποταμιεύτριες, masculine αποταμιευτής)

  1. saver

Declension

[edit]
Declension of αποταμιεύτρια
singular plural
nominative αποταμιεύτρια (apotamiéftria) αποταμιεύτριες (apotamiéftries)
genitive αποταμιεύτριας (apotamiéftrias) αποταμιευτριών (apotamieftrión)
accusative αποταμιεύτρια (apotamiéftria) αποταμιεύτριες (apotamiéftries)
vocative αποταμιεύτρια (apotamiéftria) αποταμιεύτριες (apotamiéftries)
[edit]

Further reading

[edit]