Jump to content

απορφάνιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απορφάνιση (aporfánisif (uncountable)

  1. orphanhood, orphancy
    Synonyms: απορφανισμός (aporfanismós), ορφάνια (orfánia)
  2. (figuratively) deprivation

Declension

[edit]
Declension of απορφάνιση
singular plural
nominative απορφάνιση (aporfánisi) απορφανίσεις (aporfaníseis)
genitive απορφάνισης (aporfánisis) απορφανίσεων (aporfaníseon)
accusative απορφάνιση (aporfánisi) απορφανίσεις (aporfaníseis)
vocative απορφάνιση (aporfánisi) απορφανίσεις (aporfaníseis)

Older or formal genitive singular: απορφανίσεως (aporfaníseos)

[edit]

Further reading

[edit]