απορφάνιση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απορφάνιση • (aporfánisi) f (uncountable)
- orphanhood, orphancy
- Synonyms: απορφανισμός (aporfanismós), ορφάνια (orfánia)
- (figuratively) deprivation
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απορφάνιση (aporfánisi) | απορφανίσεις (aporfaníseis) |
genitive | απορφάνισης (aporfánisis) | απορφανίσεων (aporfaníseon) |
accusative | απορφάνιση (aporfánisi) | απορφανίσεις (aporfaníseis) |
vocative | απορφάνιση (aporfánisi) | απορφανίσεις (aporfaníseis) |
Older or formal genitive singular: απορφανίσεως (aporfaníseos)
Related terms
[edit]- see: απορφανίζω (aporfanízo, “to orphan”) and ορφανό n (orfanó, “orphan”)
Further reading
[edit]- απορφάνιση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language