απορφανισμός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απορφανισμός (aporfanismósm (plural απορφανισμοί)

  1. orphanhood, orphancy
    Synonyms: απορφάνιση (aporfánisi), ορφάνια (orfánia)

Declension

[edit]
singular plural
nominative απορφανισμός (aporfanismós) απορφανισμοί (aporfanismoí)
genitive απορφανισμού (aporfanismoú) απορφανισμών (aporfanismón)
accusative απορφανισμό (aporfanismó) απορφανισμούς (aporfanismoús)
vocative απορφανισμέ (aporfanismé) απορφανισμοί (aporfanismoí)