Jump to content

αποπληθωριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.pli.θo.ɾi.stiˈkos/
  • Hyphenation: α‧πο‧πλη‧θω‧ρι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

αποπληθωριστικός (apoplithoristikósm (feminine αποπληθωριστική, neuter αποπληθωριστικό)

  1. (economics) deflationary
    Antonym: πληθωριστικός (plithoristikós) (inflationary)

Declension

[edit]
Declension of αποπληθωριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποπληθωριστικός (apoplithoristikós) αποπληθωριστική (apoplithoristikí) αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) αποπληθωριστικοί (apoplithoristikoí) αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) αποπληθωριστικά (apoplithoristiká)
genitive αποπληθωριστικού (apoplithoristikoú) αποπληθωριστικής (apoplithoristikís) αποπληθωριστικού (apoplithoristikoú) αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) αποπληθωριστικών (apoplithoristikón)
accusative αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) αποπληθωριστική (apoplithoristikí) αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) αποπληθωριστικούς (apoplithoristikoús) αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) αποπληθωριστικά (apoplithoristiká)
vocative αποπληθωριστικέ (apoplithoristiké) αποπληθωριστική (apoplithoristikí) αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) αποπληθωριστικοί (apoplithoristikoí) αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) αποπληθωριστικά (apoplithoristiká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]