αποπληθωριστικός
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αποπληθωριστικός • (apoplithoristikós) m (feminine αποπληθωριστική, neuter αποπληθωριστικό)
- (economics) deflationary
- Antonym: πληθωριστικός (plithoristikós) (inflationary)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπληθωριστικός (apoplithoristikós) | αποπληθωριστική (apoplithoristikí) | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστικοί (apoplithoristikoí) | αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) | αποπληθωριστικά (apoplithoristiká) | |
genitive | αποπληθωριστικού (apoplithoristikoú) | αποπληθωριστικής (apoplithoristikís) | αποπληθωριστικού (apoplithoristikoú) | αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) | αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) | αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) | |
accusative | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστική (apoplithoristikí) | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστικούς (apoplithoristikoús) | αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) | αποπληθωριστικά (apoplithoristiká) | |
vocative | αποπληθωριστικέ (apoplithoristiké) | αποπληθωριστική (apoplithoristikí) | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστικοί (apoplithoristikoí) | αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) | αποπληθωριστικά (apoplithoristiká) |
Related terms
[edit]- αποπληθωρισμός m (apoplithorismós, “deflation”)
- and see: από (apó), πληθωρισμός m (plithorismós, “inflation”) & πληθώρα f (plithóra, “plethora”)
See also
[edit]- αντιπληθωριστικός (antiplithoristikós, “counterinflationary”)
Further reading
[edit]- αποπληθωριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language