Jump to content

πληθωρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πληθωρισμός (plithorismósm (plural πληθωρισμοί)

  1. (economics) inflation
    Antonyms: αποπληθωρισμός (apoplithorismós), αντιπληθωρισμός (antiplithorismós)

Declension

[edit]
singular plural
nominative πληθωρισμός (plithorismós) πληθωρισμοί (plithorismoí)
genitive πληθωρισμού (plithorismoú) πληθωρισμών (plithorismón)
accusative πληθωρισμό (plithorismó) πληθωρισμούς (plithorismoús)
vocative πληθωρισμέ (plithorismé) πληθωρισμοί (plithorismoí)
[edit]

Further reading

[edit]