αντιπληθωρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιπληθωρισμός • (antiplithorismós) m (plural αντιπληθωρισμοί)
- (economics) deflation
- Synonym: αποπληθωρισμός (apoplithorismós)
- Antonym: πληθωρισμός (plithorismós)
Declension
[edit]Declension of αντιπληθωρισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπληθωρισμός • | αντιπληθωρισμοί • |
genitive | αντιπληθωρισμού • | αντιπληθωρισμών • |
accusative | αντιπληθωρισμό • | αντιπληθωρισμούς • |
vocative | αντιπληθωρισμέ • | αντιπληθωρισμοί • |
Related terms
[edit]- see: πλήθος n (plíthos, “a lot”)