Jump to content

αντιπληθωριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπληθωριστικός (antiplithoristikósm (feminine αντιπληθωριστική, neuter αντιπληθωριστικό)

  1. (economics) deflationary
    Antonym: πληθωριστικός (plithoristikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιπληθωριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπληθωριστικός (antiplithoristikós) αντιπληθωριστική (antiplithoristikí) αντιπληθωριστικό (antiplithoristikó) αντιπληθωριστικοί (antiplithoristikoí) αντιπληθωριστικές (antiplithoristikés) αντιπληθωριστικά (antiplithoristiká)
genitive αντιπληθωριστικού (antiplithoristikoú) αντιπληθωριστικής (antiplithoristikís) αντιπληθωριστικού (antiplithoristikoú) αντιπληθωριστικών (antiplithoristikón) αντιπληθωριστικών (antiplithoristikón) αντιπληθωριστικών (antiplithoristikón)
accusative αντιπληθωριστικό (antiplithoristikó) αντιπληθωριστική (antiplithoristikí) αντιπληθωριστικό (antiplithoristikó) αντιπληθωριστικούς (antiplithoristikoús) αντιπληθωριστικές (antiplithoristikés) αντιπληθωριστικά (antiplithoristiká)
vocative αντιπληθωριστικέ (antiplithoristiké) αντιπληθωριστική (antiplithoristikí) αντιπληθωριστικό (antiplithoristikó) αντιπληθωριστικοί (antiplithoristikoí) αντιπληθωριστικές (antiplithoristikés) αντιπληθωριστικά (antiplithoristiká)
[edit]