απολύτρωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἀπολύτρωσις (apolútrōsis).[1] By surface analysis, απολυτρώ(νω) (apolytró(no)) + -ση (-si).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]απολύτρωση • (apolýtrosi) f (plural απολυτρώσεις)
Declension
[edit]Declension of απολύτρωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απολύτρωση • | απολυτρώσεις • | |
genitive | απολύτρωσης • | απολυτρώσεων • | |
accusative | απολύτρωση • | απολυτρώσεις • | |
vocative | απολύτρωση • | απολυτρώσεις • | |
Older or formal genitive singular: απολυτρώσεως • |
Related terms
[edit]- απολυτρώνω (apolytróno)
- απολυτρωτικός (apolytrotikós)
- and see: απολύω (apolýo, “I release”)
References
[edit]- ^ απολύτρωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language