Jump to content

αποθαρρυντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)

Adjective

[edit]

αποθαρρυντικός (apotharryntikósm (feminine αποθαρρυντική, neuter αποθαρρυντικό)

  1. disheartening, discouraging
    Synonym: αποκαρδιωτικός (apokardiotikós)

Declension

[edit]
Declension of αποθαρρυντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποθαρρυντικός (apotharryntikós) αποθαρρυντική (apotharryntikí) αποθαρρυντικό (apotharryntikó) αποθαρρυντικοί (apotharryntikoí) αποθαρρυντικές (apotharryntikés) αποθαρρυντικά (apotharryntiká)
genitive αποθαρρυντικού (apotharryntikoú) αποθαρρυντικής (apotharryntikís) αποθαρρυντικού (apotharryntikoú) αποθαρρυντικών (apotharryntikón) αποθαρρυντικών (apotharryntikón) αποθαρρυντικών (apotharryntikón)
accusative αποθαρρυντικό (apotharryntikó) αποθαρρυντική (apotharryntikí) αποθαρρυντικό (apotharryntikó) αποθαρρυντικούς (apotharryntikoús) αποθαρρυντικές (apotharryntikés) αποθαρρυντικά (apotharryntiká)
vocative αποθαρρυντικέ (apotharryntiké) αποθαρρυντική (apotharryntikí) αποθαρρυντικό (apotharryntikó) αποθαρρυντικοί (apotharryntikoí) αποθαρρυντικές (apotharryntikés) αποθαρρυντικά (apotharryntiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποθαρρυντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποθαρρυντικός, etc.)

[edit]