Jump to content

αποκαρδιωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκαρδιωτικός (apokardiotikósm (feminine αποκαρδιωτική, neuter αποκαρδιωτικό)

  1. disheartening, discouraging
    Synonym: αποθαρρυντικός (apotharryntikós)

Declension

[edit]
Declension of αποκαρδιωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκαρδιωτικός (apokardiotikós) αποκαρδιωτική (apokardiotikí) αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) αποκαρδιωτικοί (apokardiotikoí) αποκαρδιωτικές (apokardiotikés) αποκαρδιωτικά (apokardiotiká)
genitive αποκαρδιωτικού (apokardiotikoú) αποκαρδιωτικής (apokardiotikís) αποκαρδιωτικού (apokardiotikoú) αποκαρδιωτικών (apokardiotikón) αποκαρδιωτικών (apokardiotikón) αποκαρδιωτικών (apokardiotikón)
accusative αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) αποκαρδιωτική (apokardiotikí) αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) αποκαρδιωτικούς (apokardiotikoús) αποκαρδιωτικές (apokardiotikés) αποκαρδιωτικά (apokardiotiká)
vocative αποκαρδιωτικέ (apokardiotiké) αποκαρδιωτική (apokardiotikí) αποκαρδιωτικό (apokardiotikó) αποκαρδιωτικοί (apokardiotikoí) αποκαρδιωτικές (apokardiotikés) αποκαρδιωτικά (apokardiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαρδιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαρδιωτικός, etc.)

[edit]