Jump to content

απλησίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απλησίαστος (aplisíastosm (feminine απλησίαστη, neuter απλησίαστο)

  1. inaccessible, unapproachable (place)
    Synonym: απρόσιτος (aprósitos)
  2. unapproachable, forbidding, aloof (person)
    Synonym: απροσέγγιστος (aproséngistos)
  3. forbidding, prohibitive (price)

Declension

[edit]
Declension of απλησίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλησίαστος (aplisíastos) απλησίαστη (aplisíasti) απλησίαστο (aplisíasto) απλησίαστοι (aplisíastoi) απλησίαστες (aplisíastes) απλησίαστα (aplisíasta)
genitive απλησίαστου (aplisíastou) απλησίαστης (aplisíastis) απλησίαστου (aplisíastou) απλησίαστων (aplisíaston) απλησίαστων (aplisíaston) απλησίαστων (aplisíaston)
accusative απλησίαστο (aplisíasto) απλησίαστη (aplisíasti) απλησίαστο (aplisíasto) απλησίαστους (aplisíastous) απλησίαστες (aplisíastes) απλησίαστα (aplisíasta)
vocative απλησίαστε (aplisíaste) απλησίαστη (aplisíasti) απλησίαστο (aplisíasto) απλησίαστοι (aplisíastoi) απλησίαστες (aplisíastes) απλησίαστα (aplisíasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλησίαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλησίαστος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]