απροσέγγιστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απροσέγγιστος • (aproséngistos) m (feminine απροσέγγιστη, neuter απροσέγγιστο)
- aloof, unapproachable, forbidding
- Synonym: απλησίαστος (aplisíastos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απροσέγγιστος (aproséngistos) | απροσέγγιστη (aproséngisti) | απροσέγγιστο (aproséngisto) | απροσέγγιστοι (aproséngistoi) | απροσέγγιστες (aproséngistes) | απροσέγγιστα (aproséngista) | |
genitive | απροσέγγιστου (aproséngistou) | απροσέγγιστης (aproséngistis) | απροσέγγιστου (aproséngistou) | απροσέγγιστων (aproséngiston) | απροσέγγιστων (aproséngiston) | απροσέγγιστων (aproséngiston) | |
accusative | απροσέγγιστο (aproséngisto) | απροσέγγιστη (aproséngisti) | απροσέγγιστο (aproséngisto) | απροσέγγιστους (aproséngistous) | απροσέγγιστες (aproséngistes) | απροσέγγιστα (aproséngista) | |
vocative | απροσέγγιστε (aproséngiste) | απροσέγγιστη (aproséngisti) | απροσέγγιστο (aproséngisto) | απροσέγγιστοι (aproséngistoi) | απροσέγγιστες (aproséngistes) | απροσέγγιστα (aproséngista) |
Further reading
[edit]- απροσέγγιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language