Jump to content

απαστράπτων

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαστράπτων (apastráptonm (feminine απαστράπτουσα, neuter απαστράπτον)

  1. sparkling, scintillating
  2. resplendent

Declension

[edit]
Declension of απαστράπτων
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαστράπτων (apastrápton) απαστράπτουσα (apastráptousa) απαστράπτον (apastrápton) απαστράπτοντες (apastráptontes) απαστράπτουσες (apastráptouses) απαστράπτοντα (apastráptonta)
genitive απαστράπτοντος (apastráptontos) απαστράπτουσας (apastráptousas)
απαστραπτούσης (apastraptoúsis)
απαστράπτοντος (apastráptontos) απαστραπτόντων (apastraptónton) απαστραπτουσών (apastraptousón) απαστραπτόντων (apastraptónton)
accusative απαστράπτοντα (apastráptonta) απαστράπτουσα (apastráptousa) απαστράπτον (apastrápton) απαστράπτοντες (apastráptontes) απαστράπτουσες (apastráptouses) απαστράπτοντα (apastráptonta)
vocative απαστράπτων (apastrápton) απαστράπτουσα (apastráptousa) απαστράπτον (apastrápton) απαστράπτοντες (apastráptontes) απαστράπτουσες (apastráptouses) απαστράπτοντα (apastráptonta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαστράπτων, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαστράπτων, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]