απάστρευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απάστρευτος • (apástreftos) m (feminine απάστρευτη, neuter απάστρευτο)
Declension
[edit]Declension of απάστρευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απάστρευτος • | απάστρευτη • | απάστρευτο • | απάστρευτοι • | απάστρευτες • | απάστρευτα • |
genitive | απάστρευτου • | απάστρευτης • | απάστρευτου • | απάστρευτων • | απάστρευτων • | απάστρευτων • |
accusative | απάστρευτο • | απάστρευτη • | απάστρευτο • | απάστρευτους • | απάστρευτες • | απάστρευτα • |
vocative | απάστρευτε • | απάστρευτη • | απάστρευτο • | απάστρευτοι • | απάστρευτες • | απάστρευτα • |
Related terms
[edit]- see: απαστράπτων (apastrápton, “sparkling”, adjective)