Jump to content

απάστρευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απάστρευτος (apástreftosm (feminine απάστρευτη, neuter απάστρευτο)

  1. not cleaned, unclean
  2. unpeeled

Declension

[edit]
Declension of απάστρευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απάστρευτος (apástreftos) απάστρευτη (apástrefti) απάστρευτο (apástrefto) απάστρευτοι (apástreftoi) απάστρευτες (apástreftes) απάστρευτα (apástrefta)
genitive απάστρευτου (apástreftou) απάστρευτης (apástreftis) απάστρευτου (apástreftou) απάστρευτων (apástrefton) απάστρευτων (apástrefton) απάστρευτων (apástrefton)
accusative απάστρευτο (apástrefto) απάστρευτη (apástrefti) απάστρευτο (apástrefto) απάστρευτους (apástreftous) απάστρευτες (apástreftes) απάστρευτα (apástrefta)
vocative απάστρευτε (apástrefte) απάστρευτη (apástrefti) απάστρευτο (apástrefto) απάστρευτοι (apástreftoi) απάστρευτες (apástreftes) απάστρευτα (apástrefta)
[edit]