Jump to content

αστραφτερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστραφτερός (astrafterósm (feminine αστραφτερή, neuter αστραφτερό)

  1. bright, shining, sparkling, scintillating
    Synonym: απαστράπτων (apastrápton)
  2. resplendent

Declension

[edit]
Declension of αστραφτερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστραφτερός (astrafterós) αστραφτερή (astrafterí) αστραφτερό (astrafteró) αστραφτεροί (astrafteroí) αστραφτερές (astrafterés) αστραφτερά (astrafterá)
genitive αστραφτερού (astrafteroú) αστραφτερής (astrafterís) αστραφτερού (astrafteroú) αστραφτερών (astrafterón) αστραφτερών (astrafterón) αστραφτερών (astrafterón)
accusative αστραφτερό (astrafteró) αστραφτερή (astrafterí) αστραφτερό (astrafteró) αστραφτερούς (astrafteroús) αστραφτερές (astrafterés) αστραφτερά (astrafterá)
vocative αστραφτερέ (astrafteré) αστραφτερή (astrafterí) αστραφτερό (astrafteró) αστραφτεροί (astrafteroí) αστραφτερές (astrafterés) αστραφτερά (astrafterá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστραφτερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστραφτερός, etc.)

[edit]