Jump to content

απίθανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek ἀπίθανος (apíthanos).

Adjective

[edit]

απίθανος (apíthanosm (feminine απίθανη, neuter απίθανο)

  1. unlikely, improbable, implausible
    Antonym: πιθανός (pithanós)

Declension

[edit]
Declension of απίθανος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απίθανος (apíthanos) απίθανη (apíthani) απίθανο (apíthano) απίθανοι (apíthanoi) απίθανες (apíthanes) απίθανα (apíthana)
genitive απίθανου (apíthanou) απίθανης (apíthanis) απίθανου (apíthanou) απίθανων (apíthanon) απίθανων (apíthanon) απίθανων (apíthanon)
accusative απίθανο (apíthano) απίθανη (apíthani) απίθανο (apíthano) απίθανους (apíthanous) απίθανες (apíthanes) απίθανα (apíthana)
vocative απίθανε (apíthane) απίθανη (apíthani) απίθανο (apíthano) απίθανοι (apíthanoi) απίθανες (apíthanes) απίθανα (apíthana)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απίθανος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απίθανος, etc.)

[edit]